δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
πατέντα — η 1. δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 2. δίπλωμα που παρέχει άδεια ασκήσεως ενός επαγγέλματος 3. φρ. «είναι βλάκας με πατέντα» είναι βλάκας κατά γενική διαπίστωση, είναι αναμφισβήτητα βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patente] … Dictionary of Greek
Πονκιέλι, Αμιλκάρε — (Amilcare Ponchielli, Παντέρνο Φαζολάρο, Κρεμόνα 1834 – Μιλάνο 1886). Ιταλός συνθέτης. Πήρε το δίπλωμά του από το Ωδείο του Μιλάνου, όπου το 1880 διορίστηκε καθηγητής της σύνθεσης, και έκανε την πρώτη του εμφάνιση με την όπεραΟι μελλόνυμφοι(1856) … Dictionary of Greek
πατέντα — η (λ. ιταλ.) 1. δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. 2. μτφ., χαρακτηριστικό γνώρισμα, διακριτικό σήμα: Βλάκας με πατέντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)